- συριγμώδης
- -ες, Ν [σύριγμα]φρ. «συριγμώδης αναπνοή»ιατρ. σφυριχτή αναπνοή που οφείλεται σε στένωση τής γλωττίδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek